μπρος

μπρος
1. επίρρ.
1) вперёд; впереди;

ποιός είναι μπρος; — кто впереди?;

στέκομαι μπρος — стать впереди;

2) вперёд, раньше, заранее;

παίρνω το μισθό μπρος — брать плату, деньги вперёд;

3) давай, пошевеливайся!, (вперёд) марш! (команда);

μπρος από δώ! — марш отсюда!;

μπρος σήκω! — давай вставай!;

§ βάζω μπρος — а) пускать в ход, запускать; — давать ход (чему-л.), начинать (что-л.);

βάζω μπρος τη μηχανή — запускать машину;

βάζω μπρος την υπόθεση — давать ход делу;

πήρε μπρος η μηχανή — машина заработала;

τό ρολόϊ πάει μπρος — часы идут вперёд, часы спешат;

βάλε μπρος το αυτοκίνητο — а) подай вперёд машину; — б) поехали!;

βάλαμε μπρος τα γλυκά — мы начали расправляться со сладостями;

έβαλε μπρος το καινούργιο επανωφόρι — он пустил на каждый день своё новое пальто;

στρώνω κάποιον μπρος — отчитывать, распекать кого-л., делать втык кому-л. (разг );

πηγαίνω ( — или τραβάω) μπρος — продвигаться вперёд;

πάει μπρος η δουλειά — дело продвигается, работа идёт;

μπρος βαθύ ( — или γκρεμός — или φωαά) και πίσω ρέμα — погов, ни туда, ни сюда; — некуда податься;

2. πρόθ.
1) перед (кем-чем-л.), раньше (кого-чего-л.);

από μπρος — спереди;

μπρος σε — или μπρος από — перед;

μπρος στο σπίτι — перед домом;

ήλθε μπρος από τούς άλλους — он пришёл раньше других;

2):

μπρος σε — сравнительно, по сравнению;

μπρος στον άλλο αδελφό του δεν αξίζει τίποτε — он ничто по сравнению со своим братом;

3) перед, при, в присутствии;

μπρος σε μάρτυρες — при свидетелях


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "μπρος" в других словарях:

  • μπρος — επίρρ. τοπ., εμπρός, μπροστά: Έπεσε μπρος στο φορτηγό και σκοτώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπρος — βλ. εμπρός …   Dictionary of Greek

  • εμπρός — Τίτλος ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας, που ιδρύθηκε το 1896 από τον Δημήτριο Καλαποθάκη. Στην εφημερίδα συνεργάστηκε ο Κωστής Παλαμάς, υπογράφοντας με το λατινικό γράμμα W, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που έγραψε χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης,… …   Dictionary of Greek

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • εμπρός — και μπρος και (ε)μπροστά και ομπρός και ομπροστά επίρρ. τοπ. και χρον. 1. (τοπ.), πριν από κάτι άλλο, απέναντι, αντίκρυ, κατάμπροστα (σε στάση ή κίνηση): Μπροστά αυτός και πίσω του ο σκύλος. – Εμπρός μας υψώνεται ο Όλυμπος. 2. (χρον.), νωρίτερα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Sakis Gouzonis — Infobox musical artist Name = Sakis Gouzonis Background = solo singer Born = birth date and age|1978|03|16|mf=y Origin = Occupation = Composer Songwriter Keyboard Player Pianist Record Producer Genre = Electronica, Pop Years active = 1996 Present …   Wikipedia

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αμφίστροφος — η, ο (Α ἀμφίστροφος, ον) αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις αρχ. αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στροφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • αντενδίδωμι — ἀντενδίδωμι (Α) κάνω κίνηση προς τα πίσω ενώ κάποιος άλλος κάνει κίνηση προς τα μπρος …   Dictionary of Greek

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»